- σβραχνάς
- ο, Νβλ. βραχνάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχνάς — και σβραχνάς και βαρυπνάς, ο (Μ βαρυχνᾱς και βαρυπνᾱς) νυχτερινός εφιάλτης, αποπνικτική κατάσταση κατά τη διάρκεια του ύπνου που προέρχεται από δυσπεψία ή άλλα παθολογικά αίτια, ενώ κατά τη λαϊκή παράδοση προκαλείται από δαιμονικό το οποίο… … Dictionary of Greek